Γαλανόλευκο χρυσάφι

Με αφορμή τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Κομοτηνής η μαθήτρια του σχολείου μας έγραψε ένα πολύ όμορφο και ευαίσθητο κείμενο με τίτλο «Γαλανόλευκο χρυσάφι» που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Χρόνος».

Ένα εύγε σαν Θρακιώτης αλλά και σαν Διευθυντής της και να είναι πάντα έτσι εμπνευσμένη και ευαίσθητη.

ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ

Γράφει η μαθήτρια της Β΄Λυκείου Δήμητρα Κευσενίδου

Ανοιξιάτικος αέρας φύσηξε και παρέσυρε μια μικρή ταξιδιώτισσα, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Τελευταίο, όμως μέρος τους ταξιδιού της έμελλε να είναι ένα πονεμένο μα περήφανο κομμάτι γης στο βόρειο τμήμα της πιο γαλανόλευκης χώρας.

Η ταξιδιώτισσα ανυπομονούσε να εξερευνήσει το καινούργιο μέρος, στο οποίο είχε προσγειωθεί. Τα γεμάτο λαχτάρα μάτια της, όμως απογοητεύτηκαν όταν συνάντησαν ένα πενιχρό τοπίο. Πέτρες, λιόδεντρα, αμπέλια, κάνα δυο μικρά χωράφια, ένας μικρός λόφος πάνω στον οποίο βρίσκονταν ζώα της φάρμας και θάλασσα να αγκαλιάζει την έρημη στεριά.

«Μα που βρίσκομαι; Σε τι έρημο τόπο με έσυρε ο άνεμος;», αναρωτιόταν. Με το ανήσυχο βλέμμα της άρχισε να αναζητά ένα τρόπο για να φύγει από το άδειο αυτό μέρος που μόνο περήφανο δεν της φάνηκε. Πέρα από τα λιόδεντρα, μέσα στα χωράφια, η μικρή ταξιδιώτισσα διέκρινε μια μεγάλη γυναίκα να καλλιεργεί το αμπέλι. Την πλησίασε και κοντοστάθηκε. Η γυναίκα διαισθάνθηκε μία ξένη παρουσία. Άφησε γρήγορα την δουλειά της, διόρθωσε βιαστικά  τα ανακατεμένα μαλλιά της και αφού χτένισε με την ματιά της την μικρή ταξιδιώτισσα της αποκρίθηκε:

«Τι γυρεύεις εδώ μικρή, όμορφη και αέρινη παρουσία; Δεν είσαι από τον τόπο μας. Τι είναι αυτό που ψάχνεις και αποζητάς να βρεις;»

«Μα, πως το καταλάβατε ότι δεν είμαι από τα μέρη σας;», ρώτησε γεμάτη απορία η ταξιδιώτισσα.

Η γυναίκα της έσκασε ένα χαμόγελο.

«Το δέρμα σου είναι λευκό και το πρόσωπο σου περιποιημένο. Τα μάτια σου καταπράσινα και ακούραστα, ενώ τα χέρια σου ανέγγιχτα. Εδώ το δέρμα όλων έχει χρωματιστεί και το πρόσωπο έχει ζαρώσει από τις αχτίδες του ηλίου. Τα μάτια μας κρύβουν πόνο, χωρίς ποτέ να χάνουν την ελπίδα τους. Τα χέρια μας είναι γεμάτα πληγές επειδή δεν σταματάνε ποτέ να δουλεύουν. Όμως σου λείπει και κάτι άλλο πολύ χαρακτηριστικό. Σου λείπει? το ψάθινο καπέλο!»

«Το ψάθινο καπέλο;»

«Φυσικά! Όλοι στον τόπο μου φορούν. Από πού μας ήρθες λοιπόν;»

«Ο αέρας με έστειλε εδώ! Μου είπε πως αυτό είναι ένα περήφανο μέρος, αλλά μάλλον έκανε λάθος. Ως τώρα μόνο στέρηση αντίκρισα. Ούτε μαγαζιά, ούτε περίφημα σιντριβάνια, ούτε εστιατόρια, ούτε εντυπωσιακές πολυώροφες πολυκατοικίες. Τίποτα το σπουδαίο.»

Το χαμόγελο της γυναίκας έσβησε με τούτα τα λόγια.

«Τέτοια δεν θα βρεις εδώ, όμορφη ταξιδιώτισσα. Ο τόπος αυτός που υποτιμάς, ήταν κάποτε ένα δοξασμένο μεγαλείο ? ώσπου το λύγισε η ασχήμια του πολέμου. Δεν είχε αυτές τις πολυτέλειες που αποζητάς και ποτέ δεν θα τις έχει ? μα ως και η τελευταία πέτρα του ευλογημένου τούτου τόπου είναι περήφανη? Έλα μαζί μου, θα σου δείξω το χωριό»

Η μικρή ταξιδιώτισσα ακολούθησε με δυσπιστία τη γυναίκα ως το μικρό λόφο. Πίσω από αυτόν κρυβόταν ένα μικρό χωριό, φτιαγμένο από μικρά πέτρινα σπίτια.

«Τι βλέπεις;», ρώτησε η γυναίκα.

«Ένα πέτρινο χωριό», αποκρίθηκε η ταξιδιώτισσα.

«Κοίτα προσεχτικότερα».

Η μικρή τα ταξιδιώτισσα, υπάκουσε. Κοιτούσε διεξοδικά το χωριό, ώσπου κάτι της τράβηξε την προσοχή.

«Βλέπω κατοίκους να δουλεύουν. Να δουλεύουν σκληρά και ασταμάτητα».

«Ακριβώς! Αλλά, μήπως βλέπεις και κάτι άλλο;».

«Χαμογελούν!», είπε έκπληκτη η μικρή ταξιδιώτισσα. «Γιατί χαμογελούν; Δουλεύουν τόσο σκληρά και ζουν μια τόσο φτωχική ζωή. Δεν θα έπρεπε να είναι δυστυχισμένοι;».

«Όπως σου είπα τα μάτια μας είναι γεμάτα πόνο και ελπίδα. Οι άνθρωποι μάχονται για μία καλύτερη ζωή. Αναζητούν την ελευθερία που τους την έκλεψε αδίστακτα ο πόλεμος. Ονειρεύονται αυτές οι φωτεινές αχτίδες του ηλίου, να χρωματίσουν εκτός από το δέρμα τους και την ζωή τους».

«Δεν θα ήταν πιο εύκολο όμως να εγκαταλείψουν τον δυστυχισμένο αυτό τόπο που τους αναγκάζει να δουλεύουν και τους βυθίζει και αυτούς στην δυστυχία του;».

«Μην μπερδεύεσαι όμορφη ταξιδιώτισσα! Δεν είναι δούλοι του τόπου. Δεν τον υπηρετούν. Δεν εργάζονται επειδή είναι χρέος τους, αλλά επειδή είναι δικαίωμά τους».

Με αυτά τα λόγια, η γυναίκα κατάφερε να γεμίσει με απορίες την μικρή περίεργη ταξιδιώτισσα. Πως θα μπορούσε κάποιος να θεωρεί δικαίωμα του ένα άσκοπο αγώνα; Γιατί, να βασανίζουν έτσι την ψυχή και το σώμα τους; Πως μπορούν να ζουν σε ένα τόσο στερημένο μέρος; Γιατί χαμογελούν ακόμα;

«Ντιν-Νταν», οι καμπάνες χτύπησαν και διέκοψαν τις σκέψεις της μικρής ταξιδιώτισσας.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε έντρομη.

Τα μάτια της γυναίκας γέμισαν με δάκρυα χαράς.

«Σήμερα γιορτάζουμε την επέτειο της απελευθέρωσης της θρακικής γης! Λυπάμαι, αλλά δεν θα προλάβω να σου δείξω την αξία αυτού του τόπου. Αν πραγματικά, επιθυμείς να την βρεις τότε κλείσε τα μάτια σου και στρέψου προς το χωριό. Όταν δεν θα ακούς πια τον ήχο της καμπάνας άνοιξε τα».

Η μικρή περίεργη ταξιδιώτισσα, υπάκουσε στα λόγια της γυναίκας. Έκλεισε γρήγορα τα μάτια της και ένιωσε σαν να ονειρεύτηκε αυτόν τον τόπο. Είδε κάθε πέτρα, δέντρο, αμπέλι και χωράφι, σπίτι, κάτοικο και κάθε μικρό ήρωα του τόπου. Είδε την ιστορία του, τον πόνο του και τον αγώνα. Είδε το πράσινο της αθώας φύσης του να εναρμονίζεται γλυκά με το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Είδε αγάπη! Βρήκε, επιτέλους, γιατί μάχονταν αυτοί οι άνθρωποι. Το επιθυμούσαν επειδή αγαπούσαν τον τόπο τους. Για αυτό χαμογελούσαν! Βρήκε τι έκανε αυτό το κομμάτι γης τόσο περήφανο? οι άνθρωποι!

Όταν άνοιξε, όμως τα μάτια της, οι κάτοικοι αυτού του πέτρινου μικρού χωριού, καθώς και η γυναίκα που στεκότανε δίπλα της είχαν γίνει όλοι λευκά αγάλματα και τα ψάθινα καπέλα τους έγιναν περιστέρια που πέταξαν ψηλά και μακριά.

https://www.xronos.gr/arthra/galanoleyko-hrysafi

Comments are closed.